- βραχύνω
- -υνα, -ύνθηκα1. συντομεύω, κονταίνω: Βραχύνω το λόγο μου.2. (γραμμ.), τρέπω μακρόχρονη συλλαβή σε βραχύχρονη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχύνω — (AM βραχύνω) [βραχύς] 1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. (προστ.) βραχύνατε στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό … Dictionary of Greek
βραχυνθείσης — βραχύνω abridge aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυνθῆναι — βραχύνω abridge aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυνθῇ — βραχύνω abridge aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύνει — βραχύ̱νει , βραχύνω abridge aor subj act 3rd sg (epic) βραχύ̱νει , βραχύνω abridge pres ind mp 2nd sg βραχύ̱νει , βραχύνω abridge pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύνουσι — βραχύ̱νουσι , βραχύνω abridge aor subj act 3rd pl (epic) βραχύ̱νουσι , βραχύνω abridge pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βραχύ̱νουσι , βραχύνω abridge pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύνουσιν — βραχύ̱νουσιν , βραχύνω abridge aor subj act 3rd pl (epic) βραχύ̱νουσιν , βραχύνω abridge pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βραχύ̱νουσιν , βραχύνω abridge pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράχυνε — βράχῡνε , βραχύνω abridge pres imperat act 2nd sg βράχῡνε , βραχύνω abridge aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράχῡνε , βραχύνω abridge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
βραχυνομένων — βραχῡνομένων , βραχύνω abridge pres part mp fem gen pl βραχῡνομένων , βραχύνω abridge pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)